πολυνουκλεοτιδικός

πολυνουκλεοτιδικός
-ή, -ό, Ν
1. (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολυνουκλεοτίδιο
2. φρ. α) «πολυνουκλεοτιδική κινάση»
(βιοχ.) ένζυμο που προσθέτει μια φωσφορυλομάδα στο 5'-άκρο τής αλυσίδας τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, η οποία χρησιμοποιείται για την επισήμανση τού DNA με ραδιενεργό φωσφόρο
β) «πολύνουκλεοτιδική φωσφορυλάση»
(βιοχ.) ένζυμο που καταλύει τη σύνθεση τών πολυριβονουκλεοτιδίων από διφωσφορικούς δινουκλεοζίτες, χωρίς την ανάγκη μήτρας DNA ή RNA.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”